- λύχνωμα
- λύχν-ωμα, ατος, τό,A = ὀθόνιον, Sch.Ar.Ach.1175; cf.
λαμπάδιον 11.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπάδιον 11.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λύχνωμα — λύχνωμα, τὸ (Α) [λύχνος] το οθόνιον* … Dictionary of Greek
λυχνώματα — λύχνωμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek